Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεπεταρούδι το [ksepetarúδi] Ο44α : 1.(λαϊκότρ.) πουλάκι που μόλις αρχίζει να πετά. 2. (μτφ.) παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει, που δεν είναι πια νήπιο. || ~ στον έρωτα. ~ της αγάπης.
[ξεπετ(ώ) -αρούδι]