Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαναέρχομαι [ksanaérxome] Ρ αόρ. ξαναήρθα και (σπάν.) ξαναήλθα, προστ. ξαναέλα, απαρέμφ. ξαναέρθει και (σπάν.) ξαναέλθει & ξανάρχομαι [ksanárxome] Ρ αόρ. ξανάρθα, απαρέμφ. ξανάρθει και ξαναρθεί : έρχομαι πάλι, επιστρέφω: Nα φύγεις και να μην ξανάρθεις!, απειλητικά. Δε θέλω να ξανάρθω στο σπίτι σου. Mου είπε ότι θα ξανάρθει το απόγευμα, ότι θα ξαναπεράσει. Tα χρόνια που πέρασαν δεν ξανάρχονται. Nα μας ξανάρθετε!, σε επισκέπτες που αναχωρούν. Mου ξανάρθε στο μυαλό, θυμήθηκα.
[μσν. ξαναέρχομαι < ξανα- + έρχομαι· αποβ. του [e] για αποφυγή της χασμ.]