Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νομιναλισμός ο [nominalizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που υποστηρί ζει ότι οι γενικές έννοιες είναι απλά λεκτικά σύμβολα, χωρίς πραγματική υπόσταση· ονοματοκρατία.
[λόγ. < γαλλ. nominalisme (-isme = -ισμός)]



