Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νογάω [noγáo] & -ώ Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) καταλαβαίνω: Aυτός δε νογάει τίποτα.
[μσν.(;) νογώ < αρχ. νοῶ με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν.(;) νογώ < αρχ. νοῶ με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |