Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νογάω
1 εγγραφή
νογάω [noγáo] & Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) καταλαβαίνω: Aυτός δε νογάει τίποτα.

[μσν.(;) νογώ < αρχ. νοῶ με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες