Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεοφιλελευθερισμός ο [neofilelefθerizmós] Ο17 : ανανεωμένη μορφή του φιλελευθερισμού, στον κοινωνικοοικονομικό τομέα, που δέχεται την παρέμβαση του κράτους στο βαθμό που εξασφαλίζει τη σωστή λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
[λόγ. νεο- + φιλελευθερισμός μτφρδ. γαλλ. néo-libéralisme (néo- = νεο-)]