Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ναρκισσισμός
1 item total
ναρκισσισμός ο [narkisizmós] Ο17 : ο υπερβολικός θαυμασμός του εαυτού μας και η εκδήλωση αυτού του θαυμασμού.

[λόγ. < γαλλ. narcissisme < αρχ. Νάρκισσ(ος) -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go