Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυστικισμός
1 εγγραφή
μυστικισμός ο [mistikizmós] Ο17 : 1. φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η γνώση ιδίως του απόλυτου όντος και η ένωση του ανθρώπου με αυτό γίνεται άμεσα με την έκσταση ή με την ενόραση και χωρίς την παρεμβολή των αισθήσεων ή του λογικού: Bουδιστικός / χριστιανικός / ισλα μικός ~. Ο ~ των νεοπλατωνικών φιλοσόφων. 2. η μυστικοπάθεια.

[λόγ. < γαλλ. mysticisme < mystique = μυστικ(ός)2 -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες