Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυσαρός
1 εγγραφή
μυσαρός -ή -ό [misarós] Ε1 : (λόγ.) που ηθικά είναι επιλήψιμος, ώστε να προκαλεί αποστροφή: Ο ~ δολοφόνος. Mυσαρή προδοσία / πράξη.

[λόγ. < αρχ. μυσαρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες