Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπριόζος
1 εγγραφή
μπριόζος -α -ο [briózos] Ε4 : που έχει μπρίο: Mπριόζα τραγουδίστρια. || (ως ουσ.).

[ιταλ. brioso ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες