Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρλότο
1 εγγραφή
μπουρλότο το [burlóto] Ο39 : 1. (παρωχ.) το πυρπολικό. 2. (οικ.) ιδίως στις εκφράσεις βάζω ~: α. βάζω φωτιά σε κτ. ώστε να ανάψει: Έκανε ένα σωρό ξύλα και τους έβαλε ~. β. (μτφ.) ερεθίζω, προκαλώ κπ. έτσι ώστε να κάνει κτ. συνήθ. βίαιο: Tους βάζει ~, μαλώνουν, κι αυτός κάνει το διαιτητή. είμαι / γίνομαι ~: α. για κτ. που καίγεται. β. για κπ. που θυμώνει πολύ. 3. είδος χαρτοπαιγνίου.

[παλ. ιταλ. burlotto, βεν. burloto < γαλλ. brûlot]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες