Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μονόπλευρος
1 item total
μονόπλευρος -η -ο [monóplevros] Ε5 : ΣYN μονομερής. 1. που αφορά ένα μόνο τμήμα του συνόλου και παραβλέπει το άλλο: Mονόπλευρη οικονομική ανάπτυξη μιας περιοχής. Πολιτική μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων και των συνταξιούχων. 2. που δεν είναι πλήρης ή αντικειμενικός, που εξετάζει τη μία μόνο πλευρά ενός ζητήματος, θέματος κτλ: Mονόπλευρη κρίση / απόφαση. μονόπλευρα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. μονόπλευρος `στρατιωτική φάλαγγα με μόνο ένα μέτωπο στην πορεία΄ σημδ. γαλλ. unilatéral & αγγλ. one-sided]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go