Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μικροφέρνω [mikroférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. μικρόφερνα : συμπεριφέρομαι όχι όπως ταιριάζει στην ηλικία μου αλλά σε μικρότερη. ANT μεγαλοφέρνω. || φαίνομαι μικρότερης ηλικίας· μικροδείχνω.
[μικρο- 1 + -φέρνω 1]



