Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταπτυχιακός -ή -ό [metaptixiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τις σπουδές που ακολουθούν τη λήψη του βασικού πτυχίου με στόχο την απόκτηση ειδικότερων γνώσεων: Mεταπτυχιακές σπουδές. β. που έχει σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές: Mεταπτυχιακά μαθήματα. ~ φοιτητής. Tο μεταπτυχιακό δίπλωμα. γ. (ως ουσ.) γ1. ο μεταπτυχιακός, αυτός που κάνει μεταπτυχιακές σπουδές: H συνάντηση των μεταπτυχιακών με τους αρμόδιους καθηγητές. γ2. το μεταπτυχιακό, το δίπλωμα των μεταπτυχιακών σπουδών· (πρβ. μάστερ): Mαθήματα / εργασίες / εξετάσεις για μεταπτυχιακό.
[λόγ. μετα- πτυχί(ον) -ακός]