Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαριόλος
1 εγγραφή
μαριόλης ο [marjólis] Ο11 & μαριόλος ο [marjólos] Ο18 θηλ. μαριόλα [marjóla] Ο25α : άνθρωπος έξυπνος, χαριτωμένος και κατά συνέπεια θελκτικός: Mια μικρή μαριόλα. || κατεργάρης, πονηρός. || (ως επίθ.).

[μσν. μαριόλης, μαριόλος < τουρκ. maryol ή βεν. mariol `απατεώνας΄ -ης, -ος· μαριόλ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες