Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μακαρονισμός ο [makaronizmós] Ο17 : αντικανονική χρήση αρχαϊκών, διαλεκτικών ή ξένων γλωσσικών τύπων.
[λόγ. < γαλλ. macaronisme < macaron(ique) = μακαρον(ικός) -isme = -ισμός]



