Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαγειρειό
2 items total [1 - 2]
μαγειρείο το [majirío] Ο39 : α. ειδικός χώρος, ιδίως σε εστιατόρια ή ιδρύματα, στον οποίο γίνεται το μαγείρεμα, η παρασκευή φαγητών: Tο ~ του νοσοκομείου / του γηροκομείου. Tα μαγειρεία του στρατοπέδου. β. λαϊκό εστιατόριο· μαγέρικο: Tο ~ της γειτονιάς / του λιμανιού. Tο μεσημέρι τρώει σ΄ ένα φτηνό ~.

[λόγ. < ελνστ. μαγειρεῖον]

μαγειρειό το [majirjó] & μαγερειό το [majerjó] Ο38 : (προφ.) μαγειρείο.

[μσν. μαγειριόν < ελνστ. μαγειρεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· τροπή του άτ. [ir > er] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go