Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιπαρός -ή -ό [liparós] Ε1 : που περιέχει λίπος: Λιπαρές ουσίες. || Λιπαρό δέρμα. Λιπαρά μαλλιά, που εκκρίνουν σμήγμα. || (χημ.) Λιπαρά έλαια / οξέα. Λιπαρές ενώσεις / ύλες. || (ως ουσ.) τα λιπαρά, ουσίες που περιέχουν λίπος: Tο γάλα περιέχει λιπαρά. Γιαούρτι / τυρί με λίγα λιπαρά.
[λόγ. < αρχ. λιπαρός & σημδ. γαλλ. matière grasse, αγγλ. fat]