Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιοτριβειό το [lotrivjó] Ο38 : (λαϊκότρ.) το ελαιοτριβείο· λιοτρίβι.
[ελνστ. ἐλαιοτριβεῖον `πρέσα για λάδι΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και διπλή συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]