Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθάνθρακας
1 εγγραφή
λιθάνθρακας ο [liθánθrakas] Ο5 : είδος ορυκτού άνθρακα, γαιάνθρακα, που χρησιμοποιείται ως στερεό καύσιμο· πετροκάρβουνο: Kοιτάσματα λιθάνθρακα.

[λόγ. λιθ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας μτφρδ. γερμ. Steinkohle ή γαλλ. charbon de terre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες