Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λακωνικότητα
1 item total
λακωνικότητα η [lakonikótita] Ο28 : τρόπος έκφρασης που χαρακτηρίζεται από συντομία και περιεκτικότητα: Tα γραπτά του διακρίνονται για τη ~ και τη σαφήνειά τους.

[λόγ. λακωνικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go