Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόμπος ο [kómbos] Ο18 : 1. είδος δεσίματος που σχηματίζεται στο σημείο όπου δένονται οι δύο άκρες ενός νήματος, σκοινιού κτλ. και το οποίο γίνεται τόσο σφιχτότερο, όσο πιο πολύ τεντώνουμε τις άκρες: Tι ~ είναι αυτός και δε λύνεται! Kάνε μου έναν κόμπο στην κλωστή. Δέθηκε ~ το κορδόνι. Ένωσε τις δύο κορδέλες με κόμπο. Ο ~ της γραβάτας. Nαυτικός ~, πολύπλοκος και στερεός. Δένω το μαντίλι κόμπο, για να μην ξεχά σω κτ. που πρέπει να κάνω ή για να βρεθεί, όπως πιστεύει ο λαός, κτ. που χάθηκε. ΦΡ δένω κτ. κόμπο, θεωρώ ως βέβαιο ή δεδομένο κτ. που μου δόθηκε απλώς ως υπόσχεση· κομποδένω. 2. (μτφ., οικ.) α. ως προς το σχήμα, για διάφορα μικρά εξογκώματα που μοιάζουν με κόμπο: Kαλάμι με κόμπους. Έχει κόμπους στα δάχτυλα. β. ως προς τη λειτουργία, κυρίως σε ΦΡ εδώ είναι ο ~!, το κρίσιμο σημείο μιας δύσκολης και πολύπλοκης υπόθεσης. έφτασε ο ~ στο χτένι*. 3. (λαϊκότρ.) η ελάχιστη ποσότητα ενός υγρού· σταγόνα2: Bάλε μου έναν κόμπο λάδι. Δεν υπάρχει ούτε ~ κρασί.
[μσν. κόμπος < ελνστ. κόμβος `ταινία, αγκράφα΄ (προφ. [mb] )]
- κομποσκοίνι το [komboskíni] Ο44 : μάλλινο σκοινί με κόμπους, με τους οποίους οι μοναχοί μετρούν τις προσευχές τους.
[κόμπ(ος) -ο- + σκοιν(ί) -ι (πρβ. μσν. κομπόσκοινον)]
- κομπόστα η [kombósta] Ο25 : επιδόρπιο από φρούτα βρασμένα σε ένα αραιό διάλυμα ζάχαρης: ~ αχλάδι / ροδάκινο.
[μσν. κομπόστα < ιταλ. composta]