Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κυνήγημα
1 item total
κυνήγημα το [kiníjima] Ο49 : η ενέργεια του κυνηγώ2: H δουλειά / η δικηγορία θέλει ~, επίμονη και συνεχή προσπάθεια.

[μσν. κυνήγημα < κυνηγη- (κυνηγώ) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go