Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρεμεζής -ιά -ί [kremezís] Ε8 & κρεμεζί [kremezí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κοκκινωπός. || (ως ουσ.) το κρεμεζί, το κρεμεζί χρώμα.
[παλ. ιταλ. *cremes(i) -ής (πρβ. ιταλ. cremisi ( [kré-] ), chermisino ( [-zí-] ), ισπαν. cre mesin ( [-sín] )) < αραβ. qirmizī· παλ. ιταλ. *cremesi]
- κρεμέζι το [kremézi] Ο44 : κόκκινη χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος εντόμου.
[ιταλ. chermes < αραβ. qirmizī κατά το κρεμεζί]