Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κορινθιακός
1 εγγραφή
κορινθιακός -ή -ό [korinθiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kόρινθο, στην Kορινθία ή στους Kορινθίους: Kορινθιακός κόλπος. Kορινθιακή σταφίδα, ποικιλία σταφίδας που προέρχεται από την περιοχή της Kορίνθου. || (αρχαιολ.) ~ ρυθμός, ο τρίτος και νεότερος από τους ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· διαφέρει από τον ιωνικό μόνο στη μορφή του κιονοκράνου. Kορινθιακό κιονόκρανο, κιονόκρανο το οποίο αντί για έλικες έχει σειρές από φύλλα άκανθας.

[λόγ. < αρχ. Κορινθιακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες