Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κομπιουτεράκιας ο [kombjuterákas & komp
uterákas] Ο4 πληθ. κο μπιου τεράκηδες : αυτός που ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. [κομπιούτερ -άκιας]



