Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κιτρινιάρης -α -ικο [kitri
áris] Ε9 : (μειωτ.) που έχει αρρωστημένο κίτρινο χρώμα στο πρόσωπο: Παραλίγο να μην τον γνωρίσω, έτσι αδύνατος και ~ που ήταν. || (ως ουσ.). [μσν. κιτρινιάρης < κίτριν(ος) -ιάρης]



