Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κιτρινιάρης
1 item total
κιτρινιάρης -α -ικο [kitriáris] Ε9 : (μειωτ.) που έχει αρρωστημένο κίτρινο χρώμα στο πρόσωπο: Παραλίγο να μην τον γνωρίσω, έτσι αδύνατος και ~ που ήταν. || (ως ουσ.).

[μσν. κιτρινιάρης < κίτριν(ος) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go