Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλάρι
1 εγγραφή
κεφαλάρι το [kefalári] Ο44 : I1. το επάνω μέρος του κρεβατιού, όπου ακουμπά το κεφάλι. || στενόμακρο μαξιλάρι, συνήθ. κυλινδρικό, που διατρέχει, καταλαμβάνει όλο το μήκος του επάνω μέρους του κρεβατιού. 2. γενική ονομασία για το επάνω τμήμα μιας κατασκευής. α. στη βιβλιοδεσία, βιβλιοδετικό τελείωμα στο επάνω και κάτω μέρος της ράχης χοντρών βιβλίων. β. στην τυπογραφία, τίτλος που επαναλαμβάνεται στην κορυφή της σελίδας. II. πηγή από όπου αναβλύζει άφθονο νερό.

[κεφάλ(ι) -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες