Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεσές
1 εγγραφή
κεσές ο [kesés] Ο13 : μικρό, στρογγυλό, αβαθές πήλινο ή και πλαστικό δοχείο, όπου πήζουν το γιαούρτι. κεσεδάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. kese `μικρός σάκος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες