Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κατωτερότητα η [katoterótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι κατώτερος κοινωνικά, πνευματικά, ηθικά κτλ. ANT ανωτερότητα: Yπέφερε από αίσθημα κατωτερότητας. Έχει σύμπλεγμα / κόμπλεξ κατωτερότητας. Συναισθάνεται την κατωτερότητά του.
[λόγ. κατώτερ(ος) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. infériorité]



