Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάκλυση
1 εγγραφή
κατάκλυση η [katáklisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακλύζω1.

[λόγ. < αρχ. κατάκλυ(σις) -ση `ντους΄, κατά τη σημ. του κατακλύζω1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες