Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καλπάζων
1 item total
καλπάζων -ουσα -ον [kalpázon] Ε12 : για αρνητικό κυρίως φαινόμενο ή για κατάσταση που καλπάζει, που εξελίσσεται με πολύ γρήγορο, με ταχύτατο ρυθμό: ~ πληθωρισμός. Kαλπάζουσα μορφή καρκίνου. Kαλπάζουσα φυματίωση και ως ουσ. η καλπάζουσα.

[λόγ. μεε. του καλπάζω μτφρδ. γαλλ. galopant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go