Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλοριφέρ
1 εγγραφή
καλοριφέρ το [kalorifér] Ο (άκλ.) : 1. σύστημα κεντρικής θέρμανσης που χρησιμοποιεί ως καύσιμο το πετρέλαιο: Aνάβω το ~, το θέτω σε λειτουργία. Σβήνω το ~, σταματώ τη λειτουργία του. Kαυστήρας / σωλήνες / σώματα του ~. || Aτομικό ~, για τη θέρμανση μονοκατοικίας ή διαμερίσματος. 2. (ειδικότ.) εξάρτημα της κεντρικής θέρμανσης, που αποτελείται από παράλληλη συστοιχία σωλήνων, μέσα στους οποίους κυκλοφορεί το ζεστό νερό και που τοποθετείται στο χώρο που θέλουμε να θερμάνουμε· σώμα (του καλοριφέρ): Οι φέτες του ~. || ηλεκτρική συσκευή θερμάνσεως που έχει το σχήμα ενός σώματος του καλοριφέρ· ηλεκτρικό καλοριφέρ.

[λόγ. < γαλλ. calorifère]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες