Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- καλντεριμιτζού η [kalderimidzú] Ο37 : (λαϊκ.) γυναίκα ελευθερίων ηθών· γυναίκα του πεζοδρομίου, τροτέζα.
[καλντερίμ(ι) -ιτζού, θηλ. του -ιτζής (πρβ. τουρκ. kaldιrιmcι για άντρα που τριγυρνάει στους δρόμους)]



