Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθεστηκυία [kaθestikía] Ε (βλ. Ο25α) : μόνο στη λόγια έκφραση η ~ τάξη, η κατεστημένη τάξη σε μια κοινωνία: Οι επαναστατημένοι νέοι θέλησαν να ανατρέψουν την ~ τάξη.
[λόγ. θηλ. μππ. του αρχ. ρ. καθίστημι `τοποθετώ, καθορίζω΄ (σύγκρ. καθεστώς)]