Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: καθαγιασμός
1 item total
καθαγιασμός ο [kaθajiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθαγιάζω. || (εκκλ.): Ο ~ των Tιμίων Δώρων.

[λόγ. καθαγιασ- (καθαγιάζω) -μός (πρβ. ελνστ. καθαγισμός `νεκρική τελετή΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go