Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαγιασμός ο [kaθajiazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθαγιάζω. || (εκκλ.): Ο ~ των Tιμίων Δώρων.
[λόγ. καθαγιασ- (καθαγιάζω) -μός (πρβ. ελνστ. καθαγισμός `νεκρική τελετή΄)]