Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ιησουιτισμός
1 item total
ιησουιτισμός ο [iisuitizmós] Ο17 : 1. η διδασκαλία και το πνεύμα των ιησουιτών: H συμβολή του ιησουιτισμού στην εκπαίδευση. 2. (μτφ.) υποκριτική ραδιουργία, δολοπλοκία.

[λόγ. ιησουίτ(ης) -ισμός μτφρδ. ιταλ. gesuitismo ή γαλλ. jésuitisme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go