Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θηραϊκός
1 item total
θηραϊκός -ή -ό [θiraikós] Ε1 : που έχει σχέση με το νησί Θήρα, που ανήκει σ΄ αυτή ή που προέρχεται από αυτή: ~ πολιτισμός. Θηραϊκά νομίσματα. Θηραϊκή γη, είδος χώματος που προέρχεται από ηφαιστειακά κατάλοιπα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τσιμέντων ή ως μονωτικό υλικό.

[λόγ. < ελνστ. θηραϊκός & σημδ. αγγλ. Santorin earth]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go