Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμοκέφαλος
1 εγγραφή
θερμοκέφαλος -η -ο [θermokéfalos] Ε5 : (οικ.) που ενεργεί σύμφωνα με τις συναισθηματικές του παρορμήσεις και όχι σύμφωνα με τη λογική.

[λόγ. θερμο- + κεφάλ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες