Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θερμαντήρας
1 εγγραφή
θερμαντήρας ο [θermandíras] Ο2 : ειδικό σκεύος όπου θερμαίνουν ένα υγρό, αέριο κτλ.

[λόγ. < ελνστ. θερμαντήρ, αιτ. -ῆρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες