Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θελκτικός
1 εγγραφή
θελκτικός -ή -ό [θelktikós] Ε1 : που ασκεί ελκτική δύναμη, γοητεία· ελκυστικός, τραβηχτικός: Θελκτική ιδέα / υπόσχεση. || (για πρόσ.) που προκαλεί το ενδιαφέρον, ιδίως το ερωτικό: Θελκτική γυναίκα. Θελκτικό χαμόγελο. θελκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. θελκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες