Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ημιαυτόματος
1 εγγραφή
ημιαυτόματος -η -ο [imiaftómatos] Ε5 : για μηχανήματα που δε λειτουργούν τελείως αυτόματα, αλλά χρειάζονται και κάποια εξωτερική ενέργεια: Hμιαυτόματο τουφέκι. || Hμιαυτόματη τηλεφωνική σύνδεση.

[λόγ. ημι- + αυτόματος μτφρδ. γαλλ. semiautomatique < semi- = ημι- + automatique < αρχ. αὐτόματος (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες