Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηλεκτροπαραγωγικός
1 item total
ηλεκτροπαραγωγικός -ή -ό [ilektroparaγojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροπαραγωγή: ~ σταθμός.

[λόγ. ηλεκτροπαραγωγ(ή) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go