Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζουρλομανδύας
1 item total
ζουρλομανδύας ο [zurlomanδías] Ο3 : μανδύας για επικίνδυνους ψυχοπαθείς, με πολύ μακριά μανίκια για να δένονται πίσω από την πλάτη. ΦΡ θέλει ζουρλομανδύα / του χρειάζεται ~, με υπερβολή, για πρόσωπο με πολύ ιδιόρρυθμη, εκκεντρική, παράλογη συμπεριφορά.

[λόγ. ζουρλ(ός) -ο- + μανδύας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go