Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζουρλομανδύας ο [zurlomanδías] Ο3 : μανδύας για επικίνδυνους ψυχοπαθείς, με πολύ μακριά μανίκια για να δένονται πίσω από την πλάτη. ΦΡ θέλει ζουρλομανδύα / του χρειάζεται ~, με υπερβολή, για πρόσωπο με πολύ ιδιόρρυθμη, εκκεντρική, παράλογη συμπεριφορά.
[λόγ. ζουρλ(ός) -ο- + μανδύας]