Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζηλόφθονος
1 item total
ζηλόφθονος -η -ο [zilófθonos] Ε5 : που ζηλεύει και φθονεί· φθονερός: ~ χαρακτήρας. Σημαδεμένος από τη ζηλόφθονη μοίρα του. Zηλόφθονη καρδιά. || Zηλόφθονο βλέμμα. || (ως ουσ.): Πάσχιζαν να του κάνουν κακό οι ζηλόφθονοι. ζηλόφθονα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ζήλ(ος) -ο- + φθόν(ος) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go