Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ζηλόφθονος -η -ο [zilófθonos] Ε5 : που ζηλεύει και φθονεί· φθονερός: ~ χαρακτήρας. Σημαδεμένος από τη ζηλόφθονη μοίρα του. Zηλόφθονη καρδιά. || Zηλόφθονο βλέμμα. || (ως ουσ.): Πάσχιζαν να του κάνουν κακό οι ζηλόφθονοι.
ζηλόφθονα ΕΠIΡΡ. [λόγ. ζήλ(ος) -ο- + φθόν(ος) -ος]



