Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εσπευσμένος -η -ο [espevzménos] Ε3 : που έγινε βιαστικά και επομένως χωρίς αρκετή σκέψη ή προετοιμασία: Εσπευσμένη ενέργεια.
εσπευσμένα & (λόγ.) εσπευσμένως ΕΠIΡΡ: Έφυγε ~, βιαστικά. [λόγ. < ελνστ. ἐσπευσμένος μππ. του αρχ. σπεύδω· λόγ. < ελνστ. ἐσπευσμένως]



