Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εσπευσμένος
1 item total
εσπευσμένος -η -ο [espevzménos] Ε3 : που έγινε βιαστικά και επομένως χωρίς αρκετή σκέψη ή προετοιμασία: Εσπευσμένη ενέργεια. εσπευσμένα & (λόγ.) εσπευσμένως ΕΠIΡΡ: Έφυγε ~, βιαστικά.

[λόγ. < ελνστ. ἐσπευσμένος μππ. του αρχ. σπεύδω· λόγ. < ελνστ. ἐσπευσμένως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go