Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εσκούδο
1 εγγραφή
εσκούδο το [eskúδo] Ο39 : η νομισματική μονάδα της Πορτογαλίας· (πρβ. σκούδο).

[πορτογαλ. escudo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες