Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ερασιτεχνικός
1 εγγραφή
ερασιτεχνικός -ή -ό [erasitexnikós] Ε1 : που αναφέρεται στον ερασιτέχνη. 1. που αφορά την άσκηση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας όχι ως (κύριο) επάγγελμα αλλά για προσωπική ευχαρίστηση. ANT επαγγελματικός: Ερασιτεχνική απασχόληση με το κυνήγι / με το ποδόσφαιρο. α. που αποτελείται από ερασιτέχνες: Ένας ~ θίασος. Ερασιτεχνική ποδοσφαιρική ομάδα. β. που γίνεται από ερασιτέχνες: Ερασιτεχνική παράσταση. || Ερασιτεχνικό δίπλωμα οδήγησης. 2. που γίνεται σπάνια ή περιστασιακά: Ερασιτεχνικό κάπνισμα. ερασιτεχνικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ερασιτέχν(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες