Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επώδυνος
1 εγγραφή
επώδυνος -η -ο [epóδinos] Ε5 : ANT ανώδυνος. 1. που προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό: Επώδυνο τραύμα. Ο τοκετός είναι μία λειτουργία φυσιολογική αλλά επώδυνη. Σύγκρουση καθηκόντων, μία επώδυνη συνειδησιακή διαδικασία. || (ιατρ.): Επώδυνη σύσπαση, η κράμπα. Επώδυνα σημεία, για σημεία του σώματος που, όταν τα πιέσουμε, προκαλείται πόνος χαρακτηριστικός σε κάθε πάθηση. Επώδυνη αναισθησία, πόνος σε τμήμα του σώματος που έχει χάσει την αίσθηση της αφής. 2. (μτφ.) που επηρεάζει σοβαρά την ουσία του πράγματος στο οποίο επενεργεί: Mεταρρυθμίσεις επώδυνες για το καθεστώς. επώδυνα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπώδυνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες