Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- επιστολικός -ή -ό [epistolikós] Ε1 : που έχει σχέση με την επιστολή: Επιστολικό ύφος. Επιστολικό μυθιστόρημα. || (λόγ.) ~ χάρτης, επιστολόχαρτο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιστολικός, αρχ. σημ.: `ταιριαστός σε επιστολή΄]



