Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επισταθμία
1 item total
επισταθμία η [epistaθmía] Ο25 : (στρατ.) στάθμευση στρατιωτικής μονάδας σε στεγασμένο χώρο για διανυκτέρευση και ο χώρος στον οποίο γίνεται.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισταθμία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go